- ισασμός
- και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω]το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνσηνεοελλ.ναυτ. «ισασμός κεραιών» — η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέσημσν.1. σύμβαση, συνθήκη2. συμφωνία, διακανονισμός, συνδιαλλαγή.
Dictionary of Greek. 2013.